- καταφορτώνω
- (Μ καταφορτῶ, -όω)(κυριολ. και μτφ.) φορτώνω βαριά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφορτώνω — καταφόρτωσα, καταφορτώθηκα, καταφορτωμένος, φορτώνω βαριά: Μην το καταφορτώνεις το ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβαρώ — καταβαρῶ, έω (Α) 1. πιέζω, ωθώ κάτι με μεγάλο βάρος προς τα κάτω 2. μτφ. επιβαρύνω, καταπιέζω, καταφορτώνω 3. παθ. καταβαροῡμαι, έομαι ζυγίζω περισσότερο από το κανονικό … Dictionary of Greek
καταφορτίζω — (Α) (επιτ. τ. τού φορτίζω) 1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω 2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.) 3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.) 4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν… … Dictionary of Greek